ιονισμός — ὁ χημ. ο ιοντισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιοντισμός] … Dictionary of Greek
ιοντίζω — 1. προκαλώ ιοντισμό, μετατρέπω ουδέτερα άτομα ή μόρια σε ιόντα με προσθήκη ή απόσπαση ηλεκτρονίων από αυτά 2. φρ. «ιοντίζουσα ακτινοβολία» η ακτινοβολία κατά την εκπομπή τής οποίας μπορεί να προκληθεί ιοντισμός μορίων ή ατόμων που βρίσκονται στο… … Dictionary of Greek
ιόντωση — ἡ χημ. ο ιοντισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ionisation < ionis er (πρβλ. ιοντώ) + κατάλ. ation, που αποδίδεται στην ελλ. είτε με τη μός (πρβλ. ιον[τ]ισ μός) είτε με τη ση] … Dictionary of Greek
πολυηλεκτρολύτης — ο, Ν χημ. πολυμερής ουσία φυσικής ή συνθετικής προέλευσης που διαλύεται ή διασπείρεται κολλοειδώς στο νερό ή σε άλλους διαλύτες και τα μόρια τής οποίας περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό θέσεων, όπου είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί ιοντισμός. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ραδιοσέλας — η, Ν (μετεωρ.) τοπικός ιοντισμός τής ατμόσφαιρας που προκαλεί τη διάδοση ραδιοηλεκτρικών κυμάτων και εκδηλώνεται όταν τα ενεργά σωματίδια, τα οποία προκαλούν το σέλας, καθιζάνουν στην ανώτερη ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρaδιο * + σέλας «φεγγοβολή,… … Dictionary of Greek
φωτοϊοντισμός — ο, Ν φυσ. χημ. διεργασία διάστασης τής ύλης σε ηλεκτρικώς φορτισμένα σωματίδια ως αποτέλεσμα τής αλληλεπίδρασής της με μια ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, διεργασία τής οποίας η απλούστερη περίπτωση είναι το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ιονισμός, ο — ιονισμός, o, και ιοντισμός, ο μετατροπή των ατόμων σε ιόντα με την πρόσθεση ή αφαίρεση ηλεκτρονίων: Ιονισμός της ατμόσφαιρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)